- βέλτερος
- βέλτερος, -α, -ον (ποιητ.) (Α)συγκρ. του αγαθός*.[ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν όλους με το βούλομαι. Τη σύνδεση όμως αυτή εμποδίζει το αρχικά β-, το οποίο ούτε ως αιολικό ερμηνεύεται, εξαιτίας της μεγάλης του διαδόσεως, ούτε σε χειλοϋπερωικό μπορεί να αναχθεί, όπως συμβαίνει στο βούλομαι (< ινδοευρ. *gwel-, *gwol-). Υποστηρίχτηκε εξάλλου η ύπαρξη ενός τ. *βελτός «ποθητός», ο οποίος προσέλαβε αργότερα συγκριτική σημασία «προτιμότερος, καλύτερος», πράγμα που οδήγησε και στον μορφολογικό σχηματισμό του συγκριτικού με τους τύπους βέλτερος και βελτίων και στη συνέχεια του υπερθετικού βέλτατος και βέλτιστος. Τέλος, όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται πιθ. σε ρίζα *bel- «δυνατός» και συνδέονται με αρχ. ινδ. balam «δύναμη», λατ. dēbilis «αδύνατος» κ.ά. Στην περίπτωση αυτή ο τ. βελτίων προήλθε από θ. βελτ-, που με τη σειρά του θα έχει προέλθει από λανθασμένη τμήση του τ. βέλτερος. Ο τ. βέλτερος απαντά στον Όμηρο στο ουδ. βέλτερον (ἐστι)... καθώς και στους μεταγενέστερους ποιητές (Θέογνι, Αισχύλο κ.ά.), ενώ οι τ. βελτίων, βέλτιστος είναι άγνωστοι στον Όμηρο και συνήθεις στην Ιωνική-Αττική].
Dictionary of Greek. 2013.